Όχι στην υπερφορολόγηση στον Τουρισμό – της Ντίνας Σβύνου

Η Ελληνική φιλοξενία συνιστά μεγάλο πλεονέκτημα της χώρας μας, τον βασικό πυλώνα της Οικονομίας, το δρόμο προς την ανάπτυξη και την επαναφορά μας σε συνθήκες Ευρωπαϊκής λειτουργίας.

Σε μια χώρα που διένυσε τόσες κρίσεις και αντεπεξήλθε, είναι μεγάλη ευθύνη όλων ημών που επιχειρούμε στον Τουρισμό, να συνεχίσουμε να βάζουμε το δικό μας λιθαράκι, ο καθένας από εμάς ξεχωριστά, αλλά και όλοι μαζί, στην τεράστια προσπάθεια για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας μας.

Από το 2012 έως τώρα, ο ξενοδοχειακός κλάδος έβαλε πλάτη, στηρίζοντας την απασχόληση και τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, όταν όλα άρχισαν να καταρρέουν. Δέχτηκε μεγάλη φορολόγηση, με αποτέλεσμα πολλές επιχειρήσεις, μέσα σε κλίμα μεγάλης ύφεσης, να μην αντέξουν. Ο κλάδος του Τουρισμού στη χώρα μας είναι αυτός που δέχεται τη μεγαλύτερη φορολόγηση, σε σχέση με ανταγωνιστικές χώρες, όλα τα τελευταία χρόνια.

Ακόμα και οι μειωμένοι συντελεστές ΦΠΑ σε νησιά της παραμεθορίου, καταργήθηκαν στο πλαίσιο των μνημονιακών “ανταλλαγών”, με αποτέλεσμα ακόμα και πολύ μικρά νησιά (Νίσυρος, Τήλος, Ψέριμος, Χάλκη, κ.α) με ελάχιστους κατοίκους, που φυλάττουν Θερμοπύλες στη χώρα μας και που ζητείται να δοθούν κίνητρα, ώστε οι λίγοι κάτοικοί τους να μην τα εγκαταλείψουν, να επιβαρύνονται με ΦΠΑ της τάξης του 24%!

Βάσει μελέτης του ΙΤΕΠ, ο κλάδος της ξενοδοχίας φορολογείται με υπερδιπλάσιο ποσοστό σε σχέση με άλλους κλάδους.

Συγκεκριμένα, οι φόροι στο χώρο των ξενοδοχείων αποτελούν το 21% της τελικής τιμής του προϊόντος, όταν ο μέσος όρος του φόρου στους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας ανέρχεται στο 10,3%. Η μεγάλη διαφορά προέρχεται από τους φόρους που εισέρχονται εμμέσως στο κόστος του ξενοδοχειακού προϊόντος (φόροι επί τροφίμων, ποτών, πετρελαιοειδών, κ.λπ.).

Η πολιτική ανάπτυξης όμως, πρέπει να αποσκοπεί στην ευημερία της κοινωνίας, σε νέες θέσεις εργασίας,  στην ανάπτυξη του κάθε τόπου και συνολικά της χώρας, μέσα σε ένα υγιές επιχειρηματικό περιβάλλον και όχι στην υπερφορολόγηση.

Με μεγάλη μας έκπληξη διαπιστώσαμε την απόφαση για την επιβολή ενός νέου φόρου… ή το, μετασχηματισμό ενός υφιστάμενου σε «πράσινο τέλος».

Επισημαίνω, ότι το «τέλος»είναι ανταποδοτικό, ενώ ο φόρος έρχεται για να μείνει.

Σαφέστατα η κλιματική κρίση πρέπει να μας βρει σε ετοιμότητα και να στεκόμαστε δίπλα στους πληγέντες. Άλλωστε ποια περιοχή έχει μείνει αλώβητη στην πορεία των χρόνων από διάφορα φαινόμενα, φωτιές, σεισμοί, πλημμύρες, κ.λπ.; Αυτό όμως πρέπει να αποφασιστεί κατόπιν διαβούλευσης και όχι μονομερώς.

Και μας θλίβει το γεγονός πως η εύκολη πάντα λύση είναι η φορολόγηση των ξενοδοχείων. Η άποψη δε ότι ο επισκέπτης θα κληθεί να πληρώσει τις δικές μας αποφάσεις, είναι άτοπο.

Με την τοποθέτησή μου αυτή, θέλω να ξεκαθαρίσω τη δική μου θέση, η οποία είναι ξεκάθαρα «ΟΧΙ στην υπερφορολόγηση στον Τουρισμό», ΟΧΙ στη μεταφορά στον επισκέπτη δικών μας ευθυνών σε υποδομές προστασίας του περιβάλλοντος, ΟΧΙ στις μονομερείς αποφάσεις!

Ο επιχειρηματίας, ο εργαζόμενος, ο πολίτης και η κυβέρνηση πρέπει να συνλειτουργούν, με συνέπεια, συνεννόηση, συνεργασία.

Όλα μπορούν να λυθούν και να βρεθούν λύσεις που δεν θα δημιουργούν νέα προβλήματα.

Λέμε ΝΑΙ στη βιώσιμη ανάπτυξη, ΝΑΙ στην προστασία του περιβάλλοντος, ΝΑΙ στην ενίσχυση της φέρουσας ικανότητας, ΝΑΙ στην ενίσχυση των υποδομών και βέβαια ΝΑΙ στη διαχείριση κινδύνων και στην αντιμετώπιση των κρίσεων.

Όμως με ισοβαρή κατανομή, με δικαιοσύνη, με λύσεις που θα ωφελούν τη χώρα και τον πολίτη.

Γιατί αν κλείσουν οι επιχειρήσεις μας από το δυσβάσταχτο κόστος, τότε ούτε η κοινωνία συνολικά, αλλά ούτε κι εμείς που επιχειρούμε στον χώρο του Τουρισμού, δεν θα δούμε τους τόπους και τις κοινωνίες μας να ανθούν.

(*) Η κα. Ντίνα Σβύνου είναι αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων (ΠΟΞ)

Πηγή money-tourism.gr

Facebook
Twitter
LinkedIn
Pinterest
Telegram
WhatsApp
Email
Print

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Όχι στην υπερφορολόγηση στον Τουρισμό – της Ντίνας Σβύνου

ΕΙΔΗΣΕΙΣ